- σαμάρωμα
- το, Ν [σαμαρώνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαμάρωμα — το, ατος τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη του ζώου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρόπορπο — το η άκρη τού λουριού που έχει πόρπη για το σαμάρωμα των υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πόρπη] … Dictionary of Greek
επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek
σάξη — η / σάξις, εως, ΝΑ [σάττω] νεοελλ. επίσαξη, τοποθέτηση σαγής στο υποζύγιο, σέλωμα ή σαμάρωμα αρχ. υπερβολικό γέμισμα, παραγέμισμα … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek